-
1 фара
ο προβολέαςο φανός- ближнего света τα κοντινά φώτα, τα φώτα πορείας (πλ.)- дальнего света τα μακρινά φώτα, τα φώτα προβολής (πλ.)добавочная - τα συμπληρωματικά φώτα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фара